πολυκίνδυνος

πολυκίνδυνος
-ον, Α
1. πολύ επικίνδυνος
2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους
3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι-κίνδυνος, φιλο-κίνδυνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυκίνδυνος — very dangerous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκίνδυνον — πολυκίνδυνος very dangerous masc/fem acc sg πολυκίνδυνος very dangerous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκινδύνους — πολυκίνδυνος very dangerous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”