- πολυκίνδυνος
- -ον, Α1. πολύ επικίνδυνος2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι-κίνδυνος, φιλο-κίνδυνος].
Dictionary of Greek. 2013.